Ο μαραθώνιος δρόμος είναι ένα αγώνισμα που απαιτεί δύναμη, θέληση και υπομονή. Αναδεικνύει τις κρυμμένες ψυχικές δυνατότητες του ανθρώπου και τον ανεβάζει σε ανώτερο πνευματικό επίπεδο. Τα 42.195 μέτρα δεν είναι εύκολη απόσταση τόσο για άνδρες όσο και για γυναίκες.

Η ιστορία του μαραθωνίου γυναικών δεν είναι τόσο παλιά όσο των ανδρών. Στην αρχή της σύγχρονης εποχής τα πράγματα δεν ήταν ευνοϊκά για τον γυναικείο αθλητισμό, πόσο μάλλον για μεγάλες αποστάσεις.

Το ρουν της ιστορίας άλλαξε η συμμετοχή της Kathrine Switzer στον μαραθώνιο της Βοστώνης. Με τον αγώνα της ήθελε να αποδείξει ότι οι άνθρωποι, αδιακρίτως φύλου και άλλων γνωρισμάτων, μπορούν να τρέξουν μαζί.

Στόχος της ήταν να εμπνεύσει τις γυναίκες να αρχίσουν το τρέξιμο και να δείξει στους οργανωτές των Ολυμπιακών Αγώνων ότι οι δυνατότητες των γυναικών δεν είναι περιορισμένες.

Ήταν 20 χρονών φοιτήτρια στον πανεπιστήμιο του Syracuse όταν η Switzer αποφάσισε να τρέξει στον μαραθώνιο. Αγαπούσε το τρέξιμο και προπονούνταν καθημερινά καλύπτοντας μεγάλες αποστάσεις. Την έκανε να αισθάνεται ελεύθερη και δυνατή.

Καθώς δεν υπήρχε ομάδων γυναικών έκανε προπονήσεις με την ομάδα cross country των ανδρών και εκεί γνώρισε τον προπονητή της Arnie Briggs. Ο βετεράνος μαραθωνοδρόμος είχε συμμετάσχει 15 φορές στον συγκεκριμένο μαραθώνιο και πολλές φορές εξιστορούσε τις εμπειρίες του στη νεαρή αθλήτρια.

Ένα βράδυ παίρνουν την απόφαση να συμμετάσχει η Switzer στον Μαραθώνιο της Βοστώνης αν και ο Briggs είχε αρχικά κάποιες αντιρρήσεις. Διάβασαν προσεχτικά τους κανονισμούς και διαπίστωσαν ότι δεν αναγράφονταν κάτι σε αυτούς που να αφορούσε το φύλο των αθλητών. Τρεις εβδομάδες πριν τον αγώνα ξεκίνησαν προπονήσεις σε εξαντλητικούς ρυθμούς, ώστε η Switzer να αγωνιστεί όσο το δυνατόν καλύτερα προετοιμασμένη. Πλήρωσε τα τρία δολάρια της εγγραφής, υπέγραψε τα έγγραφα ως “Κ.V. Switzer” και πήρε τον αριθμό 261.

Στις 19 Απριλίου 1967 η Switzer ήταν στην γραμμή εκκίνησης μαζί με τους υπόλοιπους αθλητές. Τα πρώτα λεπτά ήταν διασκεδαστικά γι’ αυτήν. Λίγο αργότερα ένας από τους κριτές την αντιλήφθηκε και ο διευθυντής των αγώνων προσπάθησε να την απομακρύνει βιαίως από τους υπόλοιπους.Με τη βοήθεια του συναθλητή και φίλου της -σφυροβόλου- Tom Miller και του προπονητή της, κατάφερε να συνεχίσει.

Είχε προπονηθεί σκληρά και δεν ήθελε τίποτα να της χαλάσει αυτή την στιγμή που τόσο πολύ περίμενε στην ζωή της. Έπρεπε να τερματίσει και να δείξει στον κόσμο ότι οι γυναίκες μπορούν να τρέξουν όπως οι άντρες μεγάλες αποστάσεις. Αν δεν το κατάφερνε τότε όλοι θα νόμιζαν ότι το έκανε για δημοσιότητα. Δεν την ένοιαζε ο χρόνος παρά μόνο ο τερματισμός.

Όταν ολοκλήρωσε τον αγώνα της μετά από 4 ώρες και 20 λεπτά τα νέα για το κατόρθωμα της έκαναν τον γύρο του κόσμου. Πέτυχε τον στόχο της και έδειξε σε όλο τον κόσμο ότι οι γυναίκες μπορούσαν να αντέξουν τις μεγάλες αποστάσεις. Απλά μέχρι εκείνη την στιγμή δεν γνώριζαν ότι είχαν τις δυνατότητες. Η ζωή της Switzer είχε αλλάξει και μαζί με την δική της και πολλών άλλων αθλητριών.

Με την επιστροφή της στο κολέγιο αποθεώθηκε και το θέμα της επίσημης συμμετοχής γυναικών στο μαραθώνιο της Βοστώνης μπήκε στην ατζέντα. Μετά από συνεχείς πιέσεις οι διοργανωτές άνοιξαν τις πύλες επισήμως στις γυναίκες το 1972. Δύο χρόνια αργότερα νίκησε στο μαραθώνιο της Νέας Υόρκης και έλαβε ξανά μέρος στο μαραθώνιο της Βοστώνης το 1975 κάνοντας ατομικό ρεκόρ. Ψηφίστηκε ως η καλύτερη δρομέας μεγάλων αποστάσεων για τη δεκαετία 1967-1977. Το 2010 έτρεξε και στον μαραθώνιο της Αθήνας σε ηλικία 63 ετών!

Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή αποφάσισε το 1981 την ένταξη του αθλήματος στους Ολυμπιακούς Αγώνες και τρία χρόνια μετά η Switzer περιέγραφε σε τηλεοπτικό σταθμό τη νίκη της συμπατριώτισσάς της Joan Benoit, στον πρώτο ολυμπιακό μαραθώνιο των Γυναικών το 1984 στο Los Angeles.
Την παράσταση στο Los Angeles έκλεψε η Ελβετίδα Gabriela Andersen-Schiess, η οποία μπήκε στο Ολυμπιακό Στάδιο περίπου 20 λεπτά μετά την Benoit, φανερά εξαντλημένη και διήνυσε τα τελευταία 400μ απελπιστικά αργά, σε πέντε λεπτά και 44 δευτερόλεπτα, υπό τις επευφημίες και τις παροτρύνσεις των φιλάθλων στη γραμμή του τερματισμού. Η δύναμη της θέλησης.

Οι Ελληνίδες, από το 1896

Στους πρώτους νεώτερους Ολυµπιακούς Αγώνες το 1896, στη σκιά του Σπύρου Λούη ξεδιπλώθηκε η ιστορία της Σταµατίας Ρεβύθη (Μελπομένη). Η 30χρονη προσπάθησε να τρέξει στον Μαραθώνιο µαζί µε τους άνδρες. Οι διοργανωτές τής το απαγόρευσαν. Τελικά διήνυσε τη διαδροµή µόνη της, την εποµένη του αγώνα, σε 5 ώρες και 30 λεπτά, αλλά δεν της επέτρεψαν να τερµατίσει µέσα στο Καλλιµάρµαρο.

Ο πρώτος Μαραθώνιος στην Ελλάδα όπου συμμετείχαν επίσημα γυναίκες, έλαβε χώρα το 1974 στην Αθήνα και η πρώτη Ελληνίδα αθλήτρια που τερμάτισε ήταν η Γεωργία Χριστοδούλου.

Μία μεγάλη μορφή του αγωνίσματος υπήρξε η Γεωργία Παπαναστασίου, που έτρεξε στην πρώτη επίσημη διοργάνωση της IAAF, στους Πανευρωπαϊκούς Αγώνες το 1982 κάνοντας 3:18.40.

Στο 1ο πανελλήνιο πρωτάθλημα του αγωνίσματος γυναικών που έγινε ακολούθως την ίδια χρονιά είχε τερματίσει πρώτη σε 3:02.12 αλλά εκτός συναγωνισμού (και νικήτρια ήταν με 3:19.26 η Αλεξάνδρα Φίλη).
Τον επόμενο χρόνο έγινε η πρώτη γυναίκα που έτρεξε την απόσταση σε κάτω από τρεις ώρες, με 2:58.25 στα Ιωάννινα. Στο πανελλήνιο πρωτάθλημα μαραθωνίου το 1988 την τραυμάτισε διερχόμενο αυτοκίνητο 1χλμ πριν τον τερματισμό.

Το 1983 στην πρώτη επίσημη διοργάνωση του Κλασικού Μαραθωνίου πρώτη γυναίκα ήταν με 3:35.52 η Μεταξία Μπερτζελέα – μάλιστα ενός λάθους (συνωνυμίας με άνδρα αθλητή) για πολλά χρόνια δινόταν άλλη αθλήτρια νικήτρια.

Η πρώτη Ελληνίδα μαραθωνοδρόμος που συμμετείχε σε Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν η -κάτοχος του πανελληνίου ρεκόρ- Μαρία Πολύζου το 1996 στην Atlanta.

Επιμέλεια: Αλέξης Γρίβας

ευχαριστούμε τον κο Ηρακλή Αθανασόπουλο για ορισμένες διορθώσεις

Προηγούμενο άρθροΠερίοδος χάριτος για μελδόνιο
Επόμενο άρθροΗ Ολυμπιακή Φλόγα ξεκινάει το μεγάλο ταξίδι

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ