Η Βούλα Πατουλίδου στις 6/8/1992 ολοκλήρωσε μια τεράστια επιτυχία κι έκπληξη, κερδίζοντας στη Βαρκελώνη τους Ολυμπιακούς Αγώνες στα 100μ εμπόδια με 12″64.
Έδωσε τεράστια ώθηση στον Ελληνικό στίβο και έφερε μεγάλη προβολή, φιλάθλους και νέα παιδιά που ασχολήθηκαν με τον κλασικό αθλητισμό.
Είχε φτάσει με ήδη μεγάλο πανελλήνιο ρεκόρ 12.88 στον τελικό, που η παρουσία της και μόνο αποτελούσε μεγάλη επιτυχία και έκπληξη. Στο αγώνισμα θεωρητικά φαβορί ήταν η Βουλγάρα κάτοχος του παγκοσμίου ρεκόρ Donkova από τη Βουλγαρία, η Narozhilenko(-Engquist) από τη Ρωσία, που τραυματίστηκε κι αποσύρθηκε πριν τα ημιτελικά, αλλά ιδίως η νικήτρια των 100μ. Devers από τις ΗΠΑ, η οποία μάλιστα είχε και την πρωτοπορία στην κούρσα, όμως έπεσε στο τελευταίο εμπόδιο.
“Έχω τρελαθεί. Δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω. Απλά μπήκα στον τελικό και το που σκέφτηκα ήταν ότι <<Για την Ελλάδα ρε γαμώτο θα τρέξω και για κανέναν άλλο>>. Όλα για την Ελλάδα, αξίζει να κάνει κάποιος τα πάντα για αυτήν. Πέτυχα αυτό που κανείς δεν πίστευε, πλην δύο – τριών ανθρώπων.
Έλεγα στον εαυτό μου πριν τον τελικό ότι μπορώ να πάρω το χάλκινο μετάλλιο και τελικά πάλεψα και πήρα το χρυσό. Όταν ήρθα στη Βαρκελώνη, βρήκα τους Έλληνες αθλητές με πεσμένο ηθικό, ίσως από την ατυχία του Παπακώστα. Κανείς δεν μου έδωσε σημασία και αυτό με πείσμωσε τρομερά. Νομίζω ότι έκανα τη κούρσα της ζωής μου. Στις προπονήσεις έτρεχα συχνά κοντά στο 12.70 αλλά στους αγώνες δεν μου έβγαινε η επίδοση. Ήρθε την κατάλληλη στιγμή. Τώρα τι να πω, έχω τρελαθεί”
Σε Γ’ ενικό στην αυτοβιογραφία της “Έκρηξη ψυχής” είχε περιγράψει:
“Τέσσερα με πέντε μέτρα πριν τον τερματισμό και άκουσε το δεξιό της δικέφαλο να ξεκολλάει από τη ρίζα του. Δεν την ένοιαζε, ας της έφευγε κι ολόκληρο το πόδι, αρκεί να τερμάτιζε. Λίγο πριν περάσει τη νοητή γραμμή του τερματισμού, ένιωσε παρά είδε πως κάτι είχε συμβεί στ’ αριστερά της, προς τη μεριά της Ντέβερς. Οι θεατές ούρλιαζαν στις κερκίδες. Οι δημοσιογράφοι είχαν σηκωθεί από τις καρέκλες τους και είχαν ανέβει στα τραπέζια ποδοπατώντας τα γραπτά τους.
Είχε τερματίσει σε θέση καλή. Δεν γνώριζε πόσο καλή, γι’ αυτό με σηκωμένα χέρια και πανηγυρίζοντας γύρισε να ρωτήσει τους Έλληνες δημοσιογράφους. Ότι κι αν είχε βγει, σίγουρα ήταν πολύ καλό και συνοδευόταν από πολύ καλό χρόνο, αν το συνέκρινε με το σταματημένο στα 12’’64 χρονόμετρο του σταδίου…
Επικέντρωσε την προσοχή της στη μεγάλη οθόνη του σταδίου, που εκείνη τη στιγμή έδειχνε τη κούρσα της. Με αγωνία έβλεπε όλες τις αθλήτριες να αγωνίζονται για μία από τις τρεις θέσεις του βάθρου.
Ναι! Ναι! Ναι! Ναι! Ήταν πρώτη. Δικός της ήταν ο χρόνος των 12’’64. Είχε τρελαθεί από τη χαρά, νόμιζε πως θα πάθει εγκεφαλικό. Χοροπηδούσε σαν τρελή. Πήγαινε μπρος πίσω, δεξιά αριστερά, μην ξέροντας πως να εκφράσει τη χαρά της και τρελαίνοντας φυσικά και τους κάμεραμαν, που προσπαθούσαν να καταγράψουν κάθε λεπτό, κάθε αντίδρασή της. Είχαν ξεχάσει και το μήκος των ανδρών, είχαν ξεχάσει τα πάντα μπροστά στη μεγαλύτερη έκπληξη των Ολυμπιακών αγώνων από το ξεκίνημά της. Την είχε πετύχει αυτή η άσημη Ελληνίδα εμποδίστρια…”.
