Ήταν 3 Αυγούστου 1996 στην Atlanta – και ξημερώματα Σαββάτου προς Κυριακή πολλοί Έλληνες φίλαθλοι άφησαν ξεκούραση ή διασκέδαση και καθηλώθηκαν στις τηλεοράσεις για τον συγκλονιστικό τελικό του ύψους γυναικών στους “Χρυσούς” Ολυμπιακούς Αγώνες (που διεκδίκησε η Αθήνα αλλά…) στο φινάλε σχεδόν της διοργάνωσης.

Εκείνη τη χρονιά η Νίκη Μπακογιάννη, με προπονητή τον Γιάννη Κουτσογιαννόπουλο, είχε κάνει πανελλήνια ρεκόρ με 1,96μ. στο ΣΕΦ (και ισοφάρισε στο ευροπαικό κλειστού παίρνοντας το αργυρό πίσω από την Astafei) κι 1,97μ. στο ΟΑΚΑ στα πανελλήνια πρωταθλήματα.

Στην Atlanta η Μπακογιάννη (αφού πέρασε τελικό υπερβαίνοντας με την πρώτη τα 1,93μ. σε κακές συνθήκες) εκεί έκανε την υπέρβαση και έγινε η πρώτη Ελληνίδα που πέρασε τα 2μ., φτάνοντας στα μετάλλια με 2,01μ. και μετά στο αργυρό με 2,03μ. αλλά και διεκδικώντας και το χρυσό για λίγο στα 2,05μ. Σε έναν τελικό που έκανε συνολικά 16 προσπάθειες, οι μισές επιτυχημένες.

Ποιός από όσους είδαν τον αγώνα ξεχνάει όχι μόνο τι υπερβάσεις και τους πανηγυρισμούς, αλλά και τον έκδηλο θαυμασμό κατά τον αγώνα στο πρόσωπο της τεράστιας Stefka Konstadinova – τότε και ακόμα κατόχου του παγκ.ρεκόρ με 2,09μ. – και νικήτριας τελικά εκεί με 2,05μ. (δοκίμασε και στα 2,10μ.) με την οποία είχαν και πολύ καλή σχέση.

Η Νίκη Μπακογιάννη και ο Γιάννης Κουτσογιαννόπουλος μίλησαν με τον Κώστα Μπάκο για τότε και για τώρα

-Με τι συναισθήματα άρχισε από το πρωί η μεγάλη ημέρα του τελικού;

«Γενικότερα αισθανόμουν αρκετά ταλαιπωρημένη μετά τον προκριματικό.

Ηταν ένας πολύ δύσκολος αγώνας, με βροχή, αλλά τα είχα καταφέρει και είχα προκριθεί.
Την ημέρα του τελικού, θυμάμαι, ξύπνησα με πολύ καλή διάθεση.

Συνήθως δεν ήμουν έτσι. Εκείνο το διάστημα ήμουν πολύ μοναχική.

Πιο παλιά ήμουν πολύ πιο κλειστός άνθρωπος. Μου άρεσε να περνάω ώρες με τον εαυτό μου, να συγκεντρώνομαι.

Το δικό μας αγώνισμα, το ύψος, είναι πολύ ιδιαίτερο χρειάζεται να εκπαιδεύεται ο αθλητής σε αυτά τα θέματα, όπως της αυτοσυγκέντρωσης και το έκανα αλλά μου άρεσε κιόλας.

Τότε, στην Ατλάντα, ήμουν και από τις τελευταίες που αγωνίζονταν με βάση το πρόγραμμα.

Το δωμάτιο που μέναμε με τις άλλες κοπέλες του στίβου στο ολυμπιακό χωριό είχε αδειάσει διότι κάποιες ήδη είχαν φύγει να επιστρέψουν στην Ελλάδα κι έτσι είχα μείνει μόνη μου με απόλυτη ησυχία και ηρεμία.

Αρκετά ευδιάθετη, λοιπόν, είχα πάει στο εστιατόριο για πρωινό και κάποιος από την ελληνική αποστολή, νομίζω ήταν ο αρχηγός της ομάδας της πάλης, μου φώναξε «δεύτερη θα βγεις το βράδυ»…

Γύρισα τον κοίταξα και του ζήτησα, να μην φωνάζει, να μην μου λέει τέτοια πράγματα.

Ξεκινήσαμε αρκετή ώρα νωρίτερα για να πάμε στο Στάδιο με την Κατερίνα Τζιομάκη τη φυσικοθεραπεύτρια που ήταν πάντα μαζί μας και τον προπονητή μου, τότε, τον Γιάννη Κουτσογιαννόπουλο.

Στη διαδρομή προς το Στάδιο, με το πούλμαν, παρατηρώ ότι ο Γιάννης κουνάει συνεχώς νευρικά το ένα του πόδι που όσο περνάει η ώρα το συνεχίζει όλο και πιο έντονα.

Θυμάμαι τότε, γυρίζω και να του λέω: «Σε παρακαλώ, μπορείς να ηρεμήσεις λίγο…».

Δύο κουβέντες πριν αρχίσει το μεγάλο ραντεβού

Αφού έφτασαν στο Στάδιο, έπρεπε να πάρουν ο καθένας το δρόμο του.

Η Νίκη Μπακογιάννη για το προθερμαντήριο και τις διαδικασίες που (αρκετή ώρα πριν) προηγούνται του αγώνα και ο Γιάννης Κουτσογιαννόπουλος για την εξέδρα.

Μάλιστα, ο Κουτσογιαννόπουλος είχε διαπίστευση για την εξέδρα των επισήμων και απ ότι θυμάται και μας λέει:

«Εγώ έφυγα προς την εξέδρα και μάλιστα δεν με άφηναν να πάω εκεί που κάθονταν οι προπονητές.

Τότε δεν ήμουν επίσημα στην αποστολή και είχα κάρτα για την εξέδρα των επισήμων.

Μου έλεγαν, οι διοργανωτές, λοιπόν, να πάω σε άλλη πλευρά του Σταδίου κι έγινε ένας μικρός «χαμός» μέχρι να βρούμε λύση.

Τελικά αλλάξαμε κάρτες, με τον προπονητή Δημήτρη Ευαγγελόπουλο, αν θυμάμαι καλά, και μπόρεσα να παρακολουθήσω τον αγώνα για να μιλάμε κιόλας με τη Νίκη.

Ξέρετε, τότε, δεν επιτρεπόταν ο αθλητής ή η αθλήτρια να πλησιάσει στην εξέδρα και όσο μπορούσαμε συνεννοούμασταν με χειρονομίες από μακριά.

-Τι είπατε στη Νίκη πριν αρχίσει ο τελικός, εκεί που έπαιρνε καθένας άλλη κατεύθυνση στο Στάδιο;

«Της είπα ότι έτσι κι αλλιώς ήταν μεγάλη επιτυχία που θα βρίσκεται στις φιναλίστ των Ολυμπιακών Αγώνων. Στον προκριματικό που είχε προηγηθεί αγωνίστηκε με βροχή και ήταν πιο δύσκολος αγώνας. Ο στόχος ήταν να περάσει στον τελικό και τα είχε καταφέρει. Τα είχε πάει πάρα πολύ καλά παρά τις δυσκολίες και βγήκε με επιτυχία αλλά και πολύ κουρασμένη, με πόνους στα πόδια της.

Ακόμα και μια ημέρα πριν, υπήρχε σχετική ανησυχία και θυμάμαι της έλεγα να μην ανησυχεί διότι ουσιαστικά ο στόχος επετεύχθη».

Όπως θυμάται ο Γιάννης Κουτσογιαννόπουλος για την ώρα του τελικού:

«Στην αρχή ήταν επηρεασμένη. Δεν είχε ξεκινήσει καλά τον τελικό. Δεν περνούσε τα ύψη με την πρώτη, ακόμα κι αυτά που ξέραμε ότι τα είχε, δείγμα του ότι ήταν πολύ επηρεασμένη. Στη συνέχεια όμως απελευθερώθηκε και έφτασε σε μια πολύ μεγάλη επιτυχία που την κέρδισε με τη δουλειά της και το πάθος της για διάκριση».

-Με το που νιώσατε πλέον πως έχετε κατακτήσει ολυμπιακό μετάλλιο τι κάνατε μέσα στο Στάδιο;

«Θυμάμαι με τη λήξη του αγώνα κι αφού πλέον πανηγυρίζω το ασημένιο μετάλλιο, μου πετάνε από την εξέδρα ένα στεφάνι και τη σημαία.

Μου λένε «φόρεσέ το και κάνε το γύρο του Σταδίου»…

Είπα τότε μέσα «αμάν, τι μου λένε τώρα. Πως θα το κάνω αυτό…

Τότε έρχεται κοντά μου η Στέφκα (σ.σ. η Κοσταντίνοβα) με τη σημαία της πατρίδας της και μου λέει: Ελα πάμε μαζί να κάνουμε ένα γύρο…

Ετσι χαλάρωσα κι εγώ κι απόλαυσα ακόμα περισσότερο τις στιγμές.

Τι να σας πω… Είναι μοναδικά συναισθήματα…»

-Με τη Στέφκα Κοσταντίνοβα είχατε πολύ καλή σχέση…

«Ναι, πάρα πολύ καλή. Τη σεβόμουν και τη θαύμαζα για τα όσα είχε πετύχει και ήταν μεγάλη χαρά όποτε συναντιόμασταν σε αγώνα ή σε προετοιμασίες»

-Μετά λοιπόν από την υπέροχη βραδιά και την ονειρεμένη επιστροφή στην Αθήνα, και το κύμα αγάπης, λατρείας από τον κόσμο και τα όσα συνοδεύουν μια τέτοια επιτυχία, περνάει ο καιρός και τι γίνεται στη συνέχεια;

«Μετά απ όλα αυτά, δεν ήθελα να κάνω τίποτε. Δεν είχα καθόλου όρεξη για αγώνες. Ενιωθα άδεια. Χωρίς ενέργεια. Πέρασε ένα διάστημα με παράξενα συναισθήματα αλλά στην πορεία κατάφερα να ισορροπήσω και να ξαναμπούμε σε ρυθμό.

Είχαμε μπροστά μας το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Αθήνας, το «Αθήνα 97» και όλοι μου έδειχναν ότι οι προσδοκίες στο πρόσωπό μου, ήταν μεγάλες.

Αγχώθηκα, δεν το κρύβω.

Επηρεάστηκα από όλο αυτό που συνέβαινε γύρω μου τότε. Μόλις αλλάξαμε κάποια πράγματα στην προπόνηση, ένιωθα πολύ καλύτερα διότι χρειαζόμουν ενδυνάμωση. Ημουν πολύ, πάρα πολύ καλά ενόψει του «Αθήνα 97», όμως στον προκριματικό δεν μου πήγε ο αγώνας όπως θα ήθελα και έμεινα για λίγο εκτός τελικού.

Απογοητεύτηκα με την εξέλιξη, αλλά δεν το έβαλα κάτω. Ακόμα και σήμερα που το σκέφτομαι είμαι σίγουρη ότι εάν είχα μπει στον τελικό, τότε, θα έπαιρνα μετάλλιο».

Από το …τότε, στο σήμερα

-Τελικά πιστεύετε ότι έχετε κάνει την πολύ μεγάλη υπέρβαση με την επίδοσή σας;

«Τα έχω ακούσει πολλές φορές αυτά, όμως δεν πιστεύω ότι ισχύουν.

Εχουμε παραδείγματα όπως του Σουηδού Στέφαν Χολμ που με ύψος 1,80 μ. πέρασε το 2,40 μ.

Αρα κι εγώ που είμαι στο 1,70 μ. φυσικά και θα μπορούσα να περάσω στο 2,03 μ. και ακόμα παραπάνω. Δεν υπάρχει κανένα ιδιαίτερο μυστικό. Είναι πολύ σημαντικό να καταφέρνει ένας αθλητής στο ύψος, να συνδυάσει την ταχύτητά του με καλό πάτημα και δυνατό πάτημα στο σωστό σημείο κοντά στον πήχη ώστε να βγει το καλό άλμα».

-Εχει πολλές ιδιαιτερότητες όμως το άλμα σε ύψος…

«Ναι. Είναι ένα πολύ όμορφο αγώνισμα που όμως έχει πολλές ιδιαιτερότητες. Χρειάζεται να διαθέτει πολλά στοιχεία ένας αθλητής μια αθλήτρια για μπορέσει να γευτεί επιτυχίες. Δεν φτάνει το ταλέντο. Θέλει δουλειά με σωστή καθοδήγηση, καλή ψυχολογία και σταθερά βήματα κυρίως στην καθημερινή δουλειά.

-Για να φτάσει ένας αθλητής μια αθλήτρια στα μετάλλια τι πρέπει να κάνει;

«Δεν έρχονται εύκολα ούτε οι επιδόσεις, ούτε τα μετάλλια. Πόσο μάλλον τα ολυμπιακά, τα παγκόσμια ή τα ευρωπαϊκά μετάλλια.

Οι επιτυχίες δεν έρχονται χωρίς κόπο, ούτε οι μεγάλες στιγμές χωρίς δουλειά.

Μπήκα από τα 17 μου, όλο και πιο συστηματικά στον αθλητισμό και στη συνέχεια στον πρωταθλητισμό και το ολυμπιακό μετάλλιο ήρθε στα 28 μου.

-Τι λέτε, στα παιδιά στην ακαδημία σας που θέλουν να φτάσουν ψηλά;

Ότι αγώνισμα ή άθλημα αποφασίσουν να κάνουν, να το αγαπάνε. Να μην το κάνουν επειδή τους το είπε κάποιος ή επειδή το θέλουν οι γύρω τους

Να πιστεύουν στον εαυτό τους. Επίσης είναι πολύ σημαντικό να έχουν ανθρώπους κοντά τους, που να τους πιστεύουν. Είναι πολύ σημαντικό. Εγώ δεν είχα πολλούς.

Είχα τον εαυτό μου, είχα τον προπονητή μου, τότε τον Γιάννη Κουτσογιαννόπουλο και πάλευα ουσιαστικά μόνη. Ούτε από το χώρο του στίβου πίστευαν τότε ότι θα μπορούσα να κάνω κάτι καλό, ειδικά στους Ολυμπιακούς Αγώνες».

-Τώρα πως αξιολογείτε την κατάσταση στον ελληνικό στίβο και στο ύψος γυναικών ειδικότερα;

«Κοιτάξτε, έχουμε παιδιά στη χώρα μας που μπορούν να παρουσιάσουν πολύ καλά αποτελέσματα.

Εχουμε καλούς προπονητές, έχουν αλλάξει προς το καλύτερο πολλά πράγματα, όμως υπάρχουν και πολλοί τομείς που χρειάζεται να γίνουν κινήσεις προς τα εμπρός.

Στο ύψος, είπαμε και πριν υπάρχουν πολλές ιδιαιτερότητες.

Τα νεότερα παιδιά χρειάζεται να μάθουν να περνούν τα φράγματα του πήχη σταδιακά. Είναι άλλο το 1,90 μ. άλλο το 1,94 μ. κι άλλο το 1,98 μ.

Χρειάζεται συστηματική δουλειά και υπομονή. Από όλους.

Σε ότι αφορά τη γενικότερη κατάσταση, πιστεύω ότι πρέπει να μάθουμε να ανοίγουμε πόρτες κι όχι να τις κλείνουμε.

Όταν κλείνεις πόρτες ίσως και να αφήσεις απ’ έξω εκτός όλων των άλλων και ανθρώπους που μπορούν να προσφέρουν ή αθλητές που θέλουν να έρθουν».

από το “σύγχρονο μουσείο Ολυμπιακών Αγώνων στην πόλη της Αρχαίας Ολυμπίας” όπου φυλάσσεται το μετάλλιο!
Προηγούμενο άρθροΜελέτογλου: “Αν δεν γίνονται αγώνες, δεν υπάρχει αθλητισμός”
Επόμενο άρθροΣτη Λευκωσία το Παγκύπριο στις 6-7/8

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Ευγε στους συντελεστες του αρθρου! Τη “ρούφηξα” τη συνέντευξη αυτη. Θερμή παράκληση να δημοσιεύετε κι αλλες τετοιες των διαφόρων πρωταθλητών/ολυμπιονίκών μας, οσο πιο συχνα γινεται.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ